- γρουσούζης, -α, -ικο
- (λ. τουρκ.), βλ. γουρσούζης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γρουσούζης — και γουρσούζης, α, ικο 1. ο δυσοίωνος, αυτός που φέρνει κακοτυχία 2. δύστροπος, κακορίζικος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. γουρσούζης < τουρκ. uğursuz «δυσοίωνος» γρουσούζης < γουρσούζης, με αντιμετάθεση] … Dictionary of Greek
γουρσούζης, -α, ικο — και γρουσούζης, α, ικο αυτός που έχει ή φέρνει κακοτυχία (αντίθ. γουρλής):Το αυτοκίνητο που αγόρασα ήταν γουρσούζικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)